Η νόσος Hashimoto (ή αλλιώς θυρεοειδίτιδα Χασιμότο) είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα του θυρεοειδούς αδένα. Το ανοσοποιητικό σύστημα που έχει κύρια λειτουργία την προστασία του οργανισμού από την εισβολή οποιασδήποτε βλαπτικής ουσίας, αναγνωρίζει εσφαλμένα ως εχθρικά, τα κύτταρα του θυρεοειδούς και επιτίθεται στον ίδιο τον θυρεοειδή αδένα, παράγοντας αντισώματα, με αποτέλεσμα την μείωση της παραγωγής θυροξίνης και την ανάπτυξη υποθυρεοειδισμού.
Ο θυρεοειδής αδένας βρίσκεται στον λαιμό, κάτω από το "μήλο του Αδάμ" και παράγει 3 ορμόνες: την τριωδιοθυρονίνη (Τ3), την θυροξίνη (Τ4) και την καλσιτονίνη (CT). Η ρύθμιση της λειτουργίας του θυρεοειδόυς γίνεται από την υπόφυση, έναν αδένα ο οποίος βρίσκεται στην βάση του εγκεφάλου, μέσω της παραγωγής μίας ορμόνης, της θυρεοτροπίνης (TSH).
Το όνομα της το οφείλει στον Ιάπωνα Ιατρό Hakaru Hashimoto, ο οποίος περιέγραψε για πρώτη φορά, το 1912, τα χαρακτηριστικά της νόσου. Ονομάζεται επίσης και χρόνια λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα.
Αποτελεί τη συχνότερη αιτία υποθυρεοειδισμού ενώ εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες από ότι στους άντρες και κυρίως στα ενήλικα άτομα.
Η νόσος Hashimoto, αναπτύσσεται συνήθως πολύ αργά κατά την διάρκεια των χρόνων και αρκετές φορές εμφανίζεται με την διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα (βρογχοκήλη). Τα κυριότερα συμπτώματα που παρουσιάζονται είναι: κόπωση, υπνηλία, αύξηση σωματικού βάρους, δυσκοιλιότητα, ξηροδερμία, μυϊκές κράμπες, κατάθλιψη, βραδυκαρδία κ.ά.
Η διάγνωση της νόσου γίνεται με μία αιματολογική εξέταση, κατά την οποία ελέγχονται τα επίπεδα της TSH καθώς και των θυρεοειδικών ορμονών T3 και T4, ενώ μπορεί να χρειαστεί κι ένα υπερηχογράφημα της περιοχής του λαιμού.
Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού γίνεται με την λήψη λεβοθυροξίνης σε μορφή χαπιού, συνήθως εφ'όρου ζωής, παράλληλα με τακτική ιατρική παρακολούθηση.