Η ουρία (ονομάζεται και καρβαμίδιο) είναι το τελικό αποτέλεσμα (απόβλητα) του μεταβολισμού των πρωτεϊνών, η οποία παράγεται στο συκώτι και αποβάλλεται από τον οργανισμό, κυρίως μέσω των ούρων, αλλά και μέσω του ιδρώτα σε ένα πολύ μικρό ποσοστό.
Η διάσπαση των αμινοξέων έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή αμμωνίας, η οποία είναι νευροτοξική για τον οργανισμό και μπορεί να δημιουργήσει ηπατική εγκεφαλοπάθεια. Η συσσώρευση αμμωνίας για να απεκκριθεί απ' αυτόν, μετατρέπεται σε κάτι μη τοξικό όπως είναι η ουρία. Η L-ορνιθίνη είναι ένα αμινοξύ, το οποίο δρα θετικά στην μείωση της αμμωνίας.
Ο μέσος άνθρωπος εκκρίνει καθημερινά περίπου 30 γραμμάρια ουρίας. Η ουρία απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1773, από ένα Γάλλο χημικό τον Hillaire Marin Rouelle.
Η ουρία παράγεται φυσικά από το δέρμα μας και μαζί με τα αμινοξέα και το γαλακτικό οξύ αποτελεί έναν από τους τρεις φυσικούς ενυδατικούς παράγοντες της επιδερμίδας. Είναι υδρόφιλη, έχει δηλαδή την ιδιότητα να συγκρατεί μόρια νερού στα κύτταρα της επιδερμίδας, συμβάλλοντας στην ενυδάτωση της διατηρώντας την υγιή και απαλή. Έχει κερατολυτικές ιδιότητες συμβάλλοντας στην απολέπιση με την απομάκρυνση των νεκρών κυττάρων
Η εξέταση της ουρίας γίνεται συνήθως μαζί με την εξέταση της κρεατινίνης, για την αξιολόγηση της λειτουργίας των νεφρών με λήψη αίματος από το χέρι.
Αυξημένα επίπεδα ουρίας στο αίμα μπορεί να οφείλονται σε:
- Αφυδάτωση
- Μεγάλη κατανάλωση πρωτεϊνών
- Παθήσεις των νεφρών
- Υπερτροφία του προστάτη
- Λήψη φαρμάκων
- Αύξηση της ηλικίας
- Διατροφή χαμηλή σε πρωτεΐνες
- Ασθένειες - παθήσεις
- Λήψη φαρμάκων
Η ουρία μπορεί να συντεθεί τεχνητά, με ένα πλήθος χρήσεων από την βιομηχανία όπως:
- σε καλλυντικά κυρίως για την ενυδάτωση της ξηρής επιδερμίδας και την αντιμετώπιση παθήσεων και φλεγμονών του δέρματος, όπως η ψωρίαση, το έκζεμα και η ιχθύαση
- σε λιπάσματα
- σε φυτοφάρμακα
- σε καθαριστικά κ.α.